- χλεύῃς
- χλεύηjokefem dat pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χλεύης — χλεύη joke fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλεύη — η, ΝΜΑ χλευασμός, εμπαιγμός (α. «έγινε αντικείμενο χλεύης» β. «οὐ θαύματος ἀλλά χλεύης καὶ γέλωτος ἄξια», Ηρωδιαν.) μσν. απάτη («διὰ χλεύης τινὸς ἐπορνεύθη», Μαλάλ. Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. χλεύη θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα … Dictionary of Greek
μώμος — Θεός των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της χλεύης. Λέγεται ότι πέθανε από τη λύπη του, επειδή όσο και αν έψαξε δεν κατάφερε να βρει καμιά ατέλεια στην Αφροδίτη. Ο Μ. κρατούσε ραβδί που η πάνω άκρη του κατέληγε σε κεφάλι γυναίκας. * * * ο (Α… … Dictionary of Greek
περίγελος — και περίγελως, ο, ΝΑ, περίγελως, ωτος, Α 1. λόγος χλευαστικός, χλευασμός, κοροϊδία 2. το αντικείμενο τής χλεύης, ο καταγέλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γέλως. Ο τ. περίγελος < περίγελο] … Dictionary of Greek
τυφλοπλάστης — ὁ, Α αυτός που πλάθει ανόητα ψεύδη («τὰς ματαίους... καὶ χλεύης ἀξίας μυθογράφων ἢ μιμολόγων ἢ τυφλοπλαστῶν τὰ μηδενὸς ἄξια σεμνοποιούντων μακρὰς ῥήσεις», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. κερο πλάστης] … Dictionary of Greek
Ρενουάρ, Oγκίστ — (Renoir, Λιμόζ 1841 – Καν σιρ Μερ, 1919). Γάλλος ζωγράφος από τους γονιμότερους δασκάλους του εμπρεσιονισμού (τα έργα του είναι περισσότερα από 4.000). Καταγόταν από φτωχή οικογένεια, γι’ αυτό, από πολύ νέος, εργάστηκε σε εργοστάσιο πορσελάνης,… … Dictionary of Greek